- νησιωτικόν
- νησιωτικόςofmasc acc sgνησιωτικόςofneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
CALYMNA — Stephano insula, quam Scepsius in plurali Calymnias vocat, alii Calymniam, unde Calymniates. Fuit autem non longe a Lebintho, et Astypalaeâ. Ovid. l. 2. Art. Am. v. 81. Dextra Lebinthos erat, fecundaque melle Calymna, Cinctaque piscosis… … Hofmann J. Lexicon universale
νησιωτικός — ή, ό και νησιώτικος, η, ο (Α νησιωτικός, ή, όν) [νησιώτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε νησί ή σε νησιώτη ή που προέρχεται από νησί («νησιώτικο κρασί») 2. αυτός που αποτελείται από νησιά ή έχει πολλά νησιά (α. «νησιωτική χώρα» β. «τὰ δὲ… … Dictionary of Greek